Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προορνιθίαι
προορούω
προορύσσω
προορχέομαι
προορχηστήρ
προουρέω
πρόουρον
προούσιος
προοφείλω
προοφθαλμίς
προοφθάλμως
προοχεύω
προοχή
προόψιος
πρόοψις
προπαγής
προπαγματεύομαι
προπαθαίνομαι
προπάθεια
προπάθημα
προπαθής
View word page
προοφθάλμως
before one's eyes

ShortDef

before one's eyes

Debugging

Headword:
προοφθάλμως
Headword (normalized):
προοφθάλμως
Headword (normalized/stripped):
προοφθαλμως
IDX:
74437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74438
Key:

Data

{'content': "before one's eyes"}