Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προορμίζω
προορνιθίαι
προορούω
προορύσσω
προορχέομαι
προορχηστήρ
προουρέω
πρόουρον
προούσιος
προοφείλω
προοφθαλμίς
προοφθάλμως
προοχεύω
προοχή
προόψιος
πρόοψις
προπαγής
προπαγματεύομαι
προπαθαίνομαι
προπάθεια
προπάθημα
View word page
προοφθαλμίς
first bud

ShortDef

first bud

Debugging

Headword:
προοφθαλμίς
Headword (normalized):
προοφθαλμίς
Headword (normalized/stripped):
προοφθαλμις
IDX:
74436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74437
Key:

Data

{'content': 'first bud'}