Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προορμέω
προορμίζω
προορνιθίαι
προορούω
προορύσσω
προορχέομαι
προορχηστήρ
προουρέω
πρόουρον
προούσιος
προοφείλω
προοφθαλμίς
προοφθάλμως
προοχεύω
προοχή
προόψιος
πρόοψις
προπαγής
προπαγματεύομαι
προπαθαίνομαι
προπάθεια
View word page
προοφείλω
to owe beforehand

ShortDef

to owe beforehand

Debugging

Headword:
προοφείλω
Headword (normalized):
προοφείλω
Headword (normalized/stripped):
προοφειλω
IDX:
74435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74436
Key:

Data

{'content': 'to owe beforehand'}