Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προορίζω
προορισμός
προορμάω
προορμέω
προορμίζω
προορνιθίαι
προορούω
προορύσσω
προορχέομαι
προορχηστήρ
προουρέω
πρόουρον
προούσιος
προοφείλω
προοφθαλμίς
προοφθάλμως
προοχεύω
προοχή
προόψιος
πρόοψις
προπαγής
View word page
προουρέω
urinate before

ShortDef

urinate before

Debugging

Headword:
προουρέω
Headword (normalized):
προουρέω
Headword (normalized/stripped):
προουρεω
IDX:
74432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74433
Key:

Data

{'content': 'urinate before'}