Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προοργάζω
προορίζω
προορισμός
προορμάω
προορμέω
προορμίζω
προορνιθίαι
προορούω
προορύσσω
προορχέομαι
προορχηστήρ
προουρέω
πρόουρον
προούσιος
προοφείλω
προοφθαλμίς
προοφθάλμως
προοχεύω
προοχή
προόψιος
πρόοψις
View word page
προορχηστήρ
one who leads the dance

ShortDef

one who leads the dance

Debugging

Headword:
προορχηστήρ
Headword (normalized):
προορχηστήρ
Headword (normalized/stripped):
προορχηστηρ
IDX:
74431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74432
Key:

Data

{'content': 'one who leads the dance'}