Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προορατός
προοράω
προοργάζω
προορίζω
προορισμός
προορμάω
προορμέω
προορμίζω
προορνιθίαι
προορούω
προορύσσω
προορχέομαι
προορχηστήρ
προουρέω
πρόουρον
προούσιος
προοφείλω
προοφθαλμίς
προοφθάλμως
προοχεύω
προοχή
View word page
προορύσσω
dig beforehand

ShortDef

dig beforehand

Debugging

Headword:
προορύσσω
Headword (normalized):
προορύσσω
Headword (normalized/stripped):
προορυσσω
IDX:
74429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74430
Key:

Data

{'content': 'dig beforehand'}