Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
ἀνεύχομαι
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφαπτος
ἀνέφεδρος
ἀνεφέλκομαι
ἀνέφελος
ἄνεφθος
ἀνέφικτος
ἀνεφόδευτος
ἀνέφοδος
ἀνεφριτικὰ
ἀνεχέγγυος
ἀνέχω
ἀνέψανος
ἀνέψητος
ἀνεψιά
ἀνεψιαδῆ
View word page
ἄνεφθος
unboiled
ShortDef
unboiled
Debugging
Headword:
ἄνεφθος
Headword (normalized):
ἄνεφθος
Headword (normalized/stripped):
ανεφθος
IDX:
7442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7443
Key:
Data
{'content': 'unboiled'}