Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόοπτος
προόρασις
προορατικός
προορατός
προοράω
προοργάζω
προορίζω
προορισμός
προορμάω
προορμέω
προορμίζω
προορνιθίαι
προορούω
προορύσσω
προορχέομαι
προορχηστήρ
προουρέω
πρόουρον
προούσιος
προοφείλω
προοφθαλμίς
View word page
προορμίζω
moor
ShortDef
moor
Debugging
Headword:
προορμίζω
Headword (normalized):
προορμίζω
Headword (normalized/stripped):
προορμιζω
IDX:
74426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74427
Key:
Data
{'content': 'moor'}