Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προοπτικός
πρόοπτος
προόρασις
προορατικός
προορατός
προοράω
προοργάζω
προορίζω
προορισμός
προορμάω
προορμέω
προορμίζω
προορνιθίαι
προορούω
προορύσσω
προορχέομαι
προορχηστήρ
προουρέω
πρόουρον
προούσιος
προοφείλω
View word page
προορμέω
sail from an anchorage

ShortDef

sail from an anchorage

Debugging

Headword:
προορμέω
Headword (normalized):
προορμέω
Headword (normalized/stripped):
προορμεω
IDX:
74425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74426
Key:

Data

{'content': 'sail from an anchorage'}