Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προόπτης
προοπτικός
πρόοπτος
προόρασις
προορατικός
προορατός
προοράω
προοργάζω
προορίζω
προορισμός
προορμάω
προορμέω
προορμίζω
προορνιθίαι
προορούω
προορύσσω
προορχέομαι
προορχηστήρ
προουρέω
πρόουρον
προούσιος
View word page
προορμάω
to drive forward
ShortDef
to drive forward
Debugging
Headword:
προορμάω
Headword (normalized):
προορμάω
Headword (normalized/stripped):
προορμαω
IDX:
74424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74425
Key:
Data
{'content': 'to drive forward'}