Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προοπτέον
προοπτέος
προόπτης
προοπτικός
πρόοπτος
προόρασις
προορατικός
προορατός
προοράω
προοργάζω
προορίζω
προορισμός
προορμάω
προορμέω
προορμίζω
προορνιθίαι
προορούω
προορύσσω
προορχέομαι
προορχηστήρ
προουρέω
View word page
προορίζω
to determine beforehand, to predetermine, pre-ordain

ShortDef

to determine beforehand, to predetermine, pre-ordain

Debugging

Headword:
προορίζω
Headword (normalized):
προορίζω
Headword (normalized/stripped):
προοριζω
IDX:
74422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74423
Key:

Data

{'content': 'to determine beforehand, to predetermine, pre-ordain'}