Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προοπτάω
προοπτέον
προοπτέος
προόπτης
προοπτικός
πρόοπτος
προόρασις
προορατικός
προορατός
προοράω
προοργάζω
προορίζω
προορισμός
προορμάω
προορμέω
προορμίζω
προορνιθίαι
προορούω
προορύσσω
προορχέομαι
προορχηστήρ
View word page
προοργάζω
prepare beforehand

ShortDef

prepare beforehand

Debugging

Headword:
προοργάζω
Headword (normalized):
προοργάζω
Headword (normalized/stripped):
προοργαζω
IDX:
74421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74422
Key:

Data

{'content': 'prepare beforehand'}