Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προονειδίζω
προόντως
προοπτάω
προοπτέον
προοπτέος
προόπτης
προοπτικός
πρόοπτος
προόρασις
προορατικός
προορατός
προοράω
προοργάζω
προορίζω
προορισμός
προορμάω
προορμέω
προορμίζω
προορνιθίαι
προορούω
προορύσσω
View word page
προορατός
to be foreseen

ShortDef

to be foreseen

Debugging

Headword:
προορατός
Headword (normalized):
προορατός
Headword (normalized/stripped):
προορατος
IDX:
74419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74420
Key:

Data

{'content': 'to be foreseen'}