Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
ἀνεύχομαι
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφαπτος
ἀνέφεδρος
ἀνεφέλκομαι
ἀνέφελος
ἄνεφθος
ἀνέφικτος
ἀνεφόδευτος
ἀνέφοδος
ἀνεφριτικὰ
ἀνεχέγγυος
ἀνέχω
ἀνέψανος
ἀνέψητος
ἀνεψιά
View word page
ἀνέφελος
unclouded, cloudless

ShortDef

unclouded, cloudless

Debugging

Headword:
ἀνέφελος
Headword (normalized):
ἀνέφελος
Headword (normalized/stripped):
ανεφελος
IDX:
7441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7442
Key:

Data

{'content': 'unclouded, cloudless'}