Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προομολογία
προονειδίζω
προόντως
προοπτάω
προοπτέον
προοπτέος
προόπτης
προοπτικός
πρόοπτος
προόρασις
προορατικός
προορατός
προοράω
προοργάζω
προορίζω
προορισμός
προορμάω
προορμέω
προορμίζω
προορνιθίαι
προορούω
View word page
προορατικός
quick at foreseeing

ShortDef

quick at foreseeing

Debugging

Headword:
προορατικός
Headword (normalized):
προορατικός
Headword (normalized/stripped):
προορατικος
IDX:
74418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74419
Key:

Data

{'content': 'quick at foreseeing'}