Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προομολογητέον
προομολογία
προονειδίζω
προόντως
προοπτάω
προοπτέον
προοπτέος
προόπτης
προοπτικός
πρόοπτος
προόρασις
προορατικός
προορατός
προοράω
προοργάζω
προορίζω
προορισμός
προορμάω
προορμέω
προορμίζω
προορνιθίαι
View word page
προόρασις
foreseeing, prevision

ShortDef

foreseeing, prevision

Debugging

Headword:
προόρασις
Headword (normalized):
προόρασις
Headword (normalized/stripped):
προορασις
IDX:
74417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74418
Key:

Data

{'content': 'foreseeing, prevision'}