Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προομολόγησις
προομολογητέον
προομολογία
προονειδίζω
προόντως
προοπτάω
προοπτέον
προοπτέος
προόπτης
προοπτικός
πρόοπτος
προόρασις
προορατικός
προορατός
προοράω
προοργάζω
προορίζω
προορισμός
προορμάω
προορμέω
προορμίζω
View word page
πρόοπτος
foreseen, manifest

ShortDef

foreseen, manifest

Debugging

Headword:
πρόοπτος
Headword (normalized):
πρόοπτος
Headword (normalized/stripped):
προοπτος
IDX:
74416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74417
Key:

Data

{'content': 'foreseen, manifest'}