Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προομολογέω
προομολόγησις
προομολογητέον
προομολογία
προονειδίζω
προόντως
προοπτάω
προοπτέον
προοπτέος
προόπτης
προοπτικός
πρόοπτος
προόρασις
προορατικός
προορατός
προοράω
προοργάζω
προορίζω
προορισμός
προορμάω
προορμέω
View word page
προοπτικός
of or for foreseeing

ShortDef

of or for foreseeing

Debugging

Headword:
προοπτικός
Headword (normalized):
προοπτικός
Headword (normalized/stripped):
προοπτικος
IDX:
74415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74416
Key:

Data

{'content': 'of or for foreseeing'}