Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προόμνυμι
προομολογέω
προομολόγησις
προομολογητέον
προομολογία
προονειδίζω
προόντως
προοπτάω
προοπτέον
προοπτέος
προόπτης
προοπτικός
πρόοπτος
προόρασις
προορατικός
προορατός
προοράω
προοργάζω
προορίζω
προορισμός
προορμάω
View word page
προόπτης
scout, vedette
ShortDef
scout, vedette
Debugging
Headword:
προόπτης
Headword (normalized):
προόπτης
Headword (normalized/stripped):
προοπτης
IDX:
74414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74415
Key:
Data
{'content': 'scout, vedette'}