Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προοιμιαστέον
προοίμιον
προοινοποιέω
προοιστέον
προοιστός
προοίχομαι
προολμοκοπέω
προομαλύνω
προόμνυμι
προομολογέω
προομολόγησις
προομολογητέον
προομολογία
προονειδίζω
προόντως
προοπτάω
προοπτέον
προοπτέος
προόπτης
προοπτικός
πρόοπτος
View word page
προομολόγησις
previous concession

ShortDef

previous concession

Debugging

Headword:
προομολόγησις
Headword (normalized):
προομολόγησις
Headword (normalized/stripped):
προομολογησις
IDX:
74406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74407
Key:

Data

{'content': 'previous concession'}