Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προοιμιακός
προοιμιαστέον
προοίμιον
προοινοποιέω
προοιστέον
προοιστός
προοίχομαι
προολμοκοπέω
προομαλύνω
προόμνυμι
προομολογέω
προομολόγησις
προομολογητέον
προομολογία
προονειδίζω
προόντως
προοπτάω
προοπτέον
προοπτέος
προόπτης
προοπτικός
View word page
προομολογέω
to grant
ShortDef
to grant
Debugging
Headword:
προομολογέω
Headword (normalized):
προομολογέω
Headword (normalized/stripped):
προομολογεω
IDX:
74405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74406
Key:
Data
{'content': 'to grant'}