Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προοιμιάζομαι
προοιμιακός
προοιμιαστέον
προοίμιον
προοινοποιέω
προοιστέον
προοιστός
προοίχομαι
προολμοκοπέω
προομαλύνω
προόμνυμι
προομολογέω
προομολόγησις
προομολογητέον
προομολογία
προονειδίζω
προόντως
προοπτάω
προοπτέον
προοπτέος
προόπτης
View word page
προόμνυμι
to swear before

ShortDef

to swear before

Debugging

Headword:
προόμνυμι
Headword (normalized):
προόμνυμι
Headword (normalized/stripped):
προομνυμι
IDX:
74404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74405
Key:

Data

{'content': 'to swear before'}