Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόοικος
προοιμιάζομαι
προοιμιακός
προοιμιαστέον
προοίμιον
προοινοποιέω
προοιστέον
προοιστός
προοίχομαι
προολμοκοπέω
προομαλύνω
προόμνυμι
προομολογέω
προομολόγησις
προομολογητέον
προομολογία
προονειδίζω
προόντως
προοπτάω
προοπτέον
προοπτέος
View word page
προομαλύνω
make level
ShortDef
make level
Debugging
Headword:
προομαλύνω
Headword (normalized):
προομαλύνω
Headword (normalized/stripped):
προομαλυνω
IDX:
74403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74404
Key:
Data
{'content': 'make level'}