Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προοικονομία
προοικονομικῶς
πρόοικος
προοιμιάζομαι
προοιμιακός
προοιμιαστέον
προοίμιον
προοινοποιέω
προοιστέον
προοιστός
προοίχομαι
προολμοκοπέω
προομαλύνω
προόμνυμι
προομολογέω
προομολόγησις
προομολογητέον
προομολογία
προονειδίζω
προόντως
προοπτάω
View word page
προοίχομαι
to have gone on before

ShortDef

to have gone on before

Debugging

Headword:
προοίχομαι
Headword (normalized):
προοίχομαι
Headword (normalized/stripped):
προοιχομαι
IDX:
74401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74402
Key:

Data

{'content': 'to have gone on before'}