Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προοικέω
προοικία
προοικοδομέω
προοικονομέω
προοικονομία
προοικονομικῶς
πρόοικος
προοιμιάζομαι
προοιμιακός
προοιμιαστέον
προοίμιον
προοινοποιέω
προοιστέον
προοιστός
προοίχομαι
προολμοκοπέω
προομαλύνω
προόμνυμι
προομολογέω
προομολόγησις
προομολογητέον
View word page
προοίμιον
an opening

ShortDef

an opening

Debugging

Headword:
προοίμιον
Headword (normalized):
προοίμιον
Headword (normalized/stripped):
προοιμιον
IDX:
74397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74398
Key:

Data

{'content': 'an opening'}