Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόοδος
πρόοδος2
προόδους
προοδυνάομαι
προοδύρομαι
πρόοιδα
προοικειόομαι
προοικέω
προοικία
προοικοδομέω
προοικονομέω
προοικονομία
προοικονομικῶς
πρόοικος
προοιμιάζομαι
προοιμιακός
προοιμιαστέον
προοίμιον
προοινοποιέω
προοιστέον
προοιστός
View word page
προοικονομέω
arrange before

ShortDef

arrange before

Debugging

Headword:
προοικονομέω
Headword (normalized):
προοικονομέω
Headword (normalized/stripped):
προοικονομεω
IDX:
74390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74391
Key:

Data

{'content': 'arrange before'}