Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος2
προόδους
προοδυνάομαι
προοδύρομαι
πρόοιδα
προοικειόομαι
προοικέω
προοικία
προοικοδομέω
προοικονομέω
προοικονομία
προοικονομικῶς
πρόοικος
προοιμιάζομαι
προοιμιακός
προοιμιαστέον
προοίμιον
προοινοποιέω
προοιστέον
View word page
προοικοδομέω
to build before

ShortDef

to build before

Debugging

Headword:
προοικοδομέω
Headword (normalized):
προοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
προοικοδομεω
IDX:
74389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74390
Key:

Data

{'content': 'to build before'}