Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
ἀνεύχομαι
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφαπτος
ἀνέφεδρος
ἀνεφέλκομαι
ἀνέφελος
ἄνεφθος
ἀνέφικτος
ἀνεφόδευτος
ἀνέφοδος
ἀνεφριτικὰ
ἀνεχέγγυος
ἀνέχω
View word page
ἀνέφαπτος
not to be claimed as a slave
ShortDef
not to be claimed as a slave
Debugging
Headword:
ἀνέφαπτος
Headword (normalized):
ἀνέφαπτος
Headword (normalized/stripped):
ανεφαπτος
IDX:
7438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7439
Key:
Data
{'content': 'not to be claimed as a slave'}