Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος2
προόδους
προοδυνάομαι
προοδύρομαι
πρόοιδα
προοικειόομαι
προοικέω
προοικία
προοικοδομέω
προοικονομέω
προοικονομία
προοικονομικῶς
πρόοικος
προοιμιάζομαι
προοιμιακός
προοιμιαστέον
προοίμιον
View word page
προοικέω
dwell before

ShortDef

dwell before

Debugging

Headword:
προοικέω
Headword (normalized):
προοικέω
Headword (normalized/stripped):
προοικεω
IDX:
74387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74388
Key:

Data

{'content': 'dwell before'}