Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προοδοιπόρος
προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος2
προόδους
προοδυνάομαι
προοδύρομαι
πρόοιδα
προοικειόομαι
προοικέω
προοικία
προοικοδομέω
προοικονομέω
προοικονομία
προοικονομικῶς
πρόοικος
προοιμιάζομαι
προοιμιακός
προοιμιαστέον
View word page
προοικειόομαι
make friendly, win over beforehand
ShortDef
make friendly, win over beforehand
Debugging
Headword:
προοικειόομαι
Headword (normalized):
προοικειόομαι
Headword (normalized/stripped):
προοικειοομαι
IDX:
74386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74387
Key:
Data
{'content': 'make friendly, win over beforehand'}