Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοιπόρος
προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος2
προόδους
προοδυνάομαι
προοδύρομαι
πρόοιδα
προοικειόομαι
προοικέω
προοικία
προοικοδομέω
προοικονομέω
προοικονομία
προοικονομικῶς
πρόοικος
προοιμιάζομαι
View word page
προοδύρομαι
lament before
ShortDef
lament before
Debugging
Headword:
προοδύρομαι
Headword (normalized):
προοδύρομαι
Headword (normalized/stripped):
προοδυρομαι
IDX:
74384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74385
Key:
Data
{'content': 'lament before'}