Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοιπόρος
προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος2
προόδους
προοδυνάομαι
προοδύρομαι
πρόοιδα
προοικειόομαι
προοικέω
προοικία
προοικοδομέω
προοικονομέω
προοικονομία
View word page
πρόοδος2
(n.) a going on, advance, progress
ShortDef
(adj.) going before, soldiers in advance party
(n.) a going on, advance, progress
Debugging
Headword:
πρόοδος2
Headword (normalized):
πρόοδος
Headword (normalized/stripped):
προοδος2
IDX:
74381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74382
Key:
Data
{'content': '(n.) a going on, advance, progress'}