Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοιπόρος
προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος2
προόδους
προοδυνάομαι
προοδύρομαι
πρόοιδα
προοικειόομαι
προοικέω
προοικία
προοικοδομέω
προοικονομέω
View word page
πρόοδος
(adj.) going before, soldiers in advance party

ShortDef

(adj.) going before, soldiers in advance party
(n.) a going on, advance, progress

Debugging

Headword:
πρόοδος
Headword (normalized):
πρόοδος
Headword (normalized/stripped):
προοδος
IDX:
74380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74381
Key:

Data

{'content': '(adj.) going before, soldiers in advance party'}