Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
ἀνεύχομαι
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφαπτος
ἀνέφεδρος
ἀνεφέλκομαι
ἀνέφελος
ἄνεφθος
ἀνέφικτος
ἀνεφόδευτος
ἀνέφοδος
ἀνεφριτικὰ
ἀνεχέγγυος
View word page
ἀνεφάλλομαι
leap up at

ShortDef

leap up at

Debugging

Headword:
ἀνεφάλλομαι
Headword (normalized):
ἀνεφάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
ανεφαλλομαι
IDX:
7437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7438
Key:

Data

{'content': 'leap up at'}