Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοιπόρος
προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος2
προόδους
προοδυνάομαι
προοδύρομαι
πρόοιδα
προοικειόομαι
προοικέω
View word page
προοδοποιέω
to prepare the way before, prepare

ShortDef

to prepare the way before, prepare

Debugging

Headword:
προοδοποιέω
Headword (normalized):
προοδοποιέω
Headword (normalized/stripped):
προοδοποιεω
IDX:
74377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74378
Key:

Data

{'content': 'to prepare the way before, prepare'}