Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοιπόρος
προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος2
προόδους
προοδυνάομαι
προοδύρομαι
πρόοιδα
View word page
προοδοιπορέω
to travel before

ShortDef

to travel before

Debugging

Headword:
προοδοιπορέω
Headword (normalized):
προοδοιπορέω
Headword (normalized/stripped):
προοδοιπορεω
IDX:
74375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74376
Key:

Data

{'content': 'to travel before'}