Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πρόξενος
προξηραίνω
προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοιπόρος
προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος2
προόδους
προοδυνάομαι
View word page
προόδια
praevia
ShortDef
praevia
Debugging
Headword:
προόδια
Headword (normalized):
προόδια
Headword (normalized/stripped):
προοδια
IDX:
74373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74374
Key:
Data
{'content': 'praevia'}