Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόξενος
Πρόξενος
προξηραίνω
προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοιπόρος
προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
πρόοδος2
προόδους
View word page
προοδηγός
one who goes before to show the way
ShortDef
one who goes before to show the way
Debugging
Headword:
προοδηγός
Headword (normalized):
προοδηγός
Headword (normalized/stripped):
προοδηγος
IDX:
74372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74373
Key:
Data
{'content': 'one who goes before to show the way'}