Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προξενίζω
προξενόομαι
πρόξενος
Πρόξενος
προξηραίνω
προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοιπόρος
προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
πρόοδος
View word page
προόδευσις
travelling before

ShortDef

travelling before

Debugging

Headword:
προόδευσις
Headword (normalized):
προόδευσις
Headword (normalized/stripped):
προοδευσις
IDX:
74370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74371
Key:

Data

{'content': 'travelling before'}