Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προξενία
προξενίζω
προξενόομαι
πρόξενος
Πρόξενος
προξηραίνω
προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοιπόρος
προοδοποιέω
προοδοποιητικός
προοδοποιός
View word page
προογκάομαι
bray beforehand

ShortDef

bray beforehand

Debugging

Headword:
προογκάομαι
Headword (normalized):
προογκάομαι
Headword (normalized/stripped):
προογκαομαι
IDX:
74369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74370
Key:

Data

{'content': 'bray beforehand'}