Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προξενητής
προξενητικός
προξενία
προξενίζω
προξενόομαι
πρόξενος
Πρόξενος
προξηραίνω
προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοιπόρος
προοδοποιέω
View word page
προξύρησις
preliminary shaving

ShortDef

preliminary shaving

Debugging

Headword:
προξύρησις
Headword (normalized):
προξύρησις
Headword (normalized/stripped):
προξυρησις
IDX:
74367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74368
Key:

Data

{'content': 'preliminary shaving'}