Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προξένησις
προξενητής
προξενητικός
προξενία
προξενίζω
προξενόομαι
πρόξενος
Πρόξενος
προξηραίνω
προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
προοδοιπόρος
View word page
προξυράω
shave beforehand

ShortDef

shave beforehand

Debugging

Headword:
προξυράω
Headword (normalized):
προξυράω
Headword (normalized/stripped):
προξυραω
IDX:
74366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74367
Key:

Data

{'content': 'shave beforehand'}