Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προξενέω
προξένησις
προξενητής
προξενητικός
προξενία
προξενίζω
προξενόομαι
πρόξενος
Πρόξενος
προξηραίνω
προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
προοδοιπορέω
View word page
προξηροτριβέομαι
to be rubbed dry before

ShortDef

to be rubbed dry before

Debugging

Headword:
προξηροτριβέομαι
Headword (normalized):
προξηροτριβέομαι
Headword (normalized/stripped):
προξηροτριβεομαι
IDX:
74365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74366
Key:

Data

{'content': 'to be rubbed dry before'}