Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόξ
προξενέω
προξένησις
προξενητής
προξενητικός
προξενία
προξενίζω
προξενόομαι
πρόξενος
Πρόξενος
προξηραίνω
προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
προοδικός
View word page
προξηραίνω
dry first
ShortDef
dry first
Debugging
Headword:
προξηραίνω
Headword (normalized):
προξηραίνω
Headword (normalized/stripped):
προξηραινω
IDX:
74364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74365
Key:
Data
{'content': 'dry first'}