Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προνώπια
πρόξ
προξενέω
προξένησις
προξενητής
προξενητικός
προξενία
προξενίζω
προξενόομαι
πρόξενος
Πρόξενος
προξηραίνω
προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
προοδηγός
προόδια
View word page
Πρόξενος
Proxenus

ShortDef

a public ξένος, guest or friend of the state
Proxenus

Debugging

Headword:
Πρόξενος
Headword (normalized):
πρόξενος
Headword (normalized/stripped):
προξενος
IDX:
74363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74364
Key:

Data

{'content': 'Proxenus'}