Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προνύττω
προνωπής
προνώπια
πρόξ
προξενέω
προξένησις
προξενητής
προξενητικός
προξενία
προξενίζω
προξενόομαι
πρόξενος
Πρόξενος
προξηραίνω
προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
προόδευσις
προοδεύω
View word page
προξενόομαι
to be entertained before

ShortDef

to be entertained before

Debugging

Headword:
προξενόομαι
Headword (normalized):
προξενόομαι
Headword (normalized/stripped):
προξενοομαι
IDX:
74361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74362
Key:

Data

{'content': 'to be entertained before'}