Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προνύξ
προνύττω
προνωπής
προνώπια
πρόξ
προξενέω
προξένησις
προξενητής
προξενητικός
προξενία
προξενίζω
προξενόομαι
πρόξενος
Πρόξενος
προξηραίνω
προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
προόδευσις
View word page
προξενίζω
cause

ShortDef

cause

Debugging

Headword:
προξενίζω
Headword (normalized):
προξενίζω
Headword (normalized/stripped):
προξενιζω
IDX:
74360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74361
Key:

Data

{'content': 'cause'}