Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προνύμφιος
προνύξ
προνύττω
προνωπής
προνώπια
πρόξ
προξενέω
προξένησις
προξενητής
προξενητικός
προξενία
προξενίζω
προξενόομαι
πρόξενος
Πρόξενος
προξηραίνω
προξηροτριβέομαι
προξυράω
προξύρησις
προξυρητέον
προογκάομαι
View word page
προξενία
proxeny
ShortDef
proxeny
Debugging
Headword:
προξενία
Headword (normalized):
προξενία
Headword (normalized/stripped):
προξενια
IDX:
74359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74360
Key:
Data
{'content': 'proxeny'}