Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνευρίσκω
ἄνευρος
ἀνεύρυνσις
ἀνευρύνω
ἀνεύρυσμα
ἀνευρυσματώδης
ἀνευρυσμός
ἀνευφημέω
ἀνευφρανσία
ἀνεύφραντος
ἀνευφρόσυνος
ἀνεύχομαι
ἀνεφάλλομαι
ἀνέφαπτος
ἀνέφεδρος
ἀνεφέλκομαι
ἀνέφελος
ἄνεφθος
ἀνέφικτος
ἀνεφόδευτος
ἀνέφοδος
View word page
ἀνευφρόσυνος
joyless

ShortDef

joyless

Debugging

Headword:
ἀνευφρόσυνος
Headword (normalized):
ἀνευφρόσυνος
Headword (normalized/stripped):
ανευφροσυνος
IDX:
7435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7436
Key:

Data

{'content': 'joyless'}