Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προνομοθετέω
πρόνομος
πρόνοος
Πρόνοος
προνοσέω
προνοτίζω
προνουμηνία
προνύμφιος
προνύξ
προνύττω
προνωπής
προνώπια
πρόξ
προξενέω
προξένησις
προξενητής
προξενητικός
προξενία
προξενίζω
προξενόομαι
πρόξενος
View word page
προνωπής
stooping forwards, with head inclined

ShortDef

stooping forwards, with head inclined

Debugging

Headword:
προνωπής
Headword (normalized):
προνωπής
Headword (normalized/stripped):
προνωπης
IDX:
74352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74353
Key:

Data

{'content': 'stooping forwards, with head inclined'}